πολώνιο

πολώνιο
Χημικό στοιχείο με σύμβολο Po. Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 84, ατομικό βάρος 210 και δεκατρία ραδιενεργά ισότοπα, από αριθμό μάζας 206 έως 218, σχεδόν όλα με βραχείες περιόδους υποδιπλασιασμού. To Po 210 το ανακάλυψε το ζεύγος Κιουρί, κατά τις έρευνες του για τη ραδιενέργεια και ονομάστηκε π. προς τιμήν της Πολωνίας, πατρίδας της Μαρίας Κιουρί. Το π. προέρχεται, όπως και το ράδιο, από τη ραδιενεργή διάσπαση του ουράνιου και γι’ αυτό το συνοδεύει πάντοτε στα φυσικά κοιτάσματα· τα αποθέματα με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον βρίσκονται στη Βοημία, στο Κολοράντο, στον Καναδά και στο Τέξας. Το π. έχει μεταλλικό χαρακτήρα, σημείο τήξης 254°C, δομή κρυσταλλική, ανάλογη προς του τελλούριου, χημικές ιδιότητες ενδιάμεσες μεταξύ τελλούριου και βισμούθιου, φυσικές ιδιότητες όμοιες με του θάλλιου, του μόλυβδου και του βισμούθιου. Το Po 210 (φυσικό π.) είναι περίπου 1.000 φορές περισσότερο ραδιενεργό από το ράδιο και έχει περίοδο υποδιπλασιασμού 138,4 ημέρες. Προέρχεται από τον πισσουρανίτη, μετά την εξαγωγή του ουρανίου, σε μορφή θειούχου παραγώγου και με κατεργασία των κατάλοιπων σε περιβάλλον όξινο. Σχηματίζει ενώσεις με πολλά στοιχεία: οι τετρασθενείς ενώσεις, όπως π.χ. το θειικό και νιτρικό παράγωγο, υδρολύονται ευκολότατα, ενώ το υδροξείδιο παραμένει εύκολα κολλοειδές και είναι διαλυτό στην αμμωνία. Το π. σε κράμα με άλλα στοιχεία, όπως το βηρύλλιο, χρησιμοποιείται για την παραγωγή νετρονίων. Χρησιμοποιείται επίσης στο κράμα του ηλεκτροδίου των σπινθηριστών, με προορισμό να προκαλέσει την εκκίνηση εν ψυχρώ των κινητήρων εσωτερικής καύσης.
* * *
το, Ν
χημ. ραδιενεργό μεταλλικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 84, ατομικό βάρος 210 και σύμβολο Ρο, που συνοδεύει συχνά το ράδιο και προκύπτει κατά τη διεργασία διάσπασης τού ουρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. polonium < μέσ. λατιν. Polonia «Πολωνία», λόγω τού ότι η Μarie Curie, σύζυγος τού Pierre Curie, μαζί με τον οποίο τό ανακάλυψε, ήταν πολωνικής καταγωγής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται …   Dictionary of Greek

  • μεταλλοειδή — Ονομασία που αποδίδεται στα χημικά στοιχεία, τα οποία βρίσκονται κατά μήκος της γραμμής που χωρίζει τα μέταλλα από τα αμέταλλα στον περιοδικό πίνακα των στοιχείων. Στην κατηγορία των μ. ανήκουν τα βόριο, πυρίτιο, γερμάνιο, αρσενικό, αντιμόνιο,… …   Dictionary of Greek

  • Σωματίδια του πυρήνα — Οι πρώτες ενδείξεις της πολυπλοκότητας του ατομικού πυρήνα προήρθαν από τη μελέτη της ραδιενέργειας*κατά το τέλος του περασμένου αιώνα, αλλά μόνο με την πειραματική εργασία του Μόσλεϋ* (1913 1914) επιβεβαιώθηκε ότι οι πυρήνες αποτελούνται από σ.… …   Dictionary of Greek

  • Φιτζέραλντ, Έντουαρντ — (Fitzgerald, 1809 – 1883). Άγγλος συγγραφέας και μεταφραστής. Ο Φ., που σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, αρεσκόταν ιδιαίτερα να μεταφράζει κλασικά έργα της ισπανικής, της περσικής και της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Ανάμεσα στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”